- ταμπουλατούρα
- η, Νμουσ. σύστημα μουσικής σημειογραφίας που απεικονίζει τη θέση τών δακτύλων τού εκτελεστή, σε αντιδιαστολή προς το σύστημα τών φθογγοσήμων που παριστάνουν τον ρυθμό και το τονικό ύψος, και το οποίο χρησιμοποιήθηκε στη μουσική για λαούτο και για πληκτροφόρα κατά τις εποχές τής Αναγέννησης και τού μπαρόκ.[ΕΤΥΜΟΛ. < γερμ. Tabulator < νεολατ. tabulatura < (λατ. tabula «πινακίδα, κατάλογος)].
Dictionary of Greek. 2013.